- ναύλοχος
- -η, -ο (Α ναύλοχος, -ον)(ως επίθ. και ως ουσ.) τόπος όπου σταθμεύουν πλοία, το αραξοβόλιαρχ.1. (για λιμάνι) αυτός που παρέχει ασφάλεια στα πλοία από τον άνεμο2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ναύλοχατόπος απάνεμος όπου αράζουν πλοία, αραξοβόλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + λόχος «σταθμός» (πρβλ. ταξί-λοχος)].
Dictionary of Greek. 2013.